Οι περισσότεροι από εμάς μεγαλώσαμε με την άποψη πως υπήρχαν κρυφά σχολειά. Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά, πλήθος ακαδημαϊκών ομολογεί πως τέτοια παράδοση δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, καθώς αποτελεί μια ρομαντική κατασκευή στο τέλος του 19ου αι., η οποία προσφέρθηκε αποκλειστικά για ιδεολογική χρήση.
Για τους περισσότερους ακαδημαϊκούς το Kρυφό Σχολειό αποτελεί μια ρομαντική έμπνευση που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την Επανάσταση, όπως και το ευρύτατο διαδεδομένο παιδικό τραγούδι – νανούρισμα «Φεγγαράκι μου, λαμπρό …» που περιγράφει τα παιδιά που έτρεχαν νύχτα στα όρη και στα βουνά, μες στους λύκους, να πάνε κρυφά απ’ τους Tούρκους στο γειτονικό μοναστήρι, να μάθουν γράμματα.
Στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής λειτουργούσαν επίσημα ελληνικά σχολεία ιδρυθέντα από την ιδιωτική πρωτοβουλία Ελλήνων και την Εκκλησία και η παροχή παιδείας με κύριο σκοπό να ετοιμαστούν στελέχη για τις ανάγκες της δεν αντιμετώπιζε την αντίδραση της κεντρικής εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Θεωρείται όμως πιθανό πως σε ορισμένες περιπτώσεις Τούρκοι αξιωματούχοι σε απομακρυσμένες περιφέρειες δυσχέραιναν ή απαγόρευαν τη λειτουργία σχολείων για ποικίλους λόγους, που πολλές φορές σχετίζονταν με την αναστάτωση που προκαλούσαν τα απελευθερωτικά κινήματα.
Η εικόνα του κρυφού σχολειού έφτασε να γίνει το σύμβολο της, ψευδώς, μοναδικής και ταυτόχρονα απαγορευμένης εκπαίδευσης των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας. Αυτός ο συμβολισμός συνάντησε τις αντιδράσεις ιστορικών και φιλολόγων του 20ου αιώνα. Ελλείψει επαρκούς τεκμηρίωσης για την ύπαρξη κρυφής εκπαίδευσης και καθώς υπήρχε τεκμηριωμένα η καταγραφή πολλών σχολείων που λειτουργούσαν επίσημα, στη νεότερη ιστοριογραφία το κρυφό σχολειό κατατάχθηκε ως μύθος της προφορικής λαϊκής παράδοσης.
Ο Φίλιππος Ηλιού σχετικά με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας σημείωσε στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» που εκδόθηκε από το Ελληνικά Γράμματα το 2002:
«Τα σχολεία, αποτέλεσαν μείζονα εργαλεία για την προώθηση των διαφωτιστικών επιδιώξεων. Με αργούς ρυθμούς στην αρχή, με επιταχυνόμενους στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, τα σχολεία του Διαφωτισμού έρχονται να ανατρέψουν τα παραδοσιακά εκπαιδευτικά συστήματα και, παρά τις αντιδράσεις, να διαμορφώσουν μια νέα δυναμική. Σχολεία στα Γιάννινα, την Καστοριά, τον Άθω, την Κωνσταντινούπολη και, κυρίως, τη Σμύρνη, την Χίο και τις Κυδωνίες, με αριθμούς μαθητών που διαρκώς αυξαίνουν, αποτελούν ισάριθμους πόλους έλξης για νέες μαθήσεις, όπου πρυτανεύουν η αρχαιογνωσία, οι επιστήμες, η φιλοσοφία, αλλά και τα πειράματα.
Από την πλευρά της Οθωμανικής εξουσίας δεν υπήρξαν αντιδράσεις στον τομέα αυτόν. Και όσα γράφονται κατά καιρούς για το κρυφό σχολειό αντιπροσωπεύουν επωφελή εθνικά μυθολογήματα: οι Τούρκοι δεν ανακατεύτηκαν ποτέ σε αυτές τις δουλειές.
Στον Άθω και την Κωνσταντινούπολη οι απόπειρες του Ευγένιου Βούλγαρη, το 1753, και του Δωρόθεου Πρωίου, το 1804, για την ίδρυση νεωτερικών Ακαδημιών δεν μπόρεσαν να αντέξουν στο κληρικό περιβάλλον και τις υπονομεύσεις που αυτό υποκινούσε. Στο τέλος της περιόδου άρχισε να εισάγεται στα νέα σχολεία η αλληλοδιδακτική μέθοδος: προκάλεσε, και αυτή, εκκλησιαστικές αντιδράσεις»
Οι αναφορές του Κρυφού Σχολείου στα ελληνικά σχολικά βιβλία …
Σε σχολικά βιβλία του 20ού αιώνα διδασκόταν, με διάφορες εκδοχές για τη χρονική περίοδο και πάντα συνυφασμένη με το κρυφό σχολειό, η ανυπαρξία της επίσημης εκπαίδευσης των Ελλήνων και η απαγόρευσή της από την τουρκική ηγεσία.
Το 1946, το σχολικό βιβλίο της Β΄ Λυκείου «Ανάπτυξις της ελληνικής παιδείας τον 18ον αιώνα». Ιστορία των νέων χρόνων – ελληνική και ευρωπαϊκή (1453-1821) του Αναστάσιου Λαζάρου (1946), στις σελίδες 219–220, αναφέρει πως σχολεία εκτός της Πατριαρχικής Ακαδημίας διατηρούνταν μόνο όπου δεν είχαν επίβλεψη οι τουρκικές αρχές, σε μοναστήρια και νάρθηκες εκκλησιών, τα οποία και ονοματίζει ως κρυφά σχολεία. Όλο αυτό αφήνεται να φανεί ως μια κατάσταση που διαιωνίζεται ως το τέλος του 17ου αιώνα.
Τα κρυφά σχολεία περιγράφονται ως φτωχά σε ότι αφορά τον πλούτο της γνώσης που μετέδιδαν, περιοριζόμενα στα εκκλησιαστικά γράμματα, αλλά αξιόλογα στο ότι διατηρούσαν ζωντανή την έχθρα προς ένα τυραννικό καθεστώς και δίδασκαν στους νέους την καταγωγή και την ιστορία τους. Τα βιβλία σημειώνουν πως συνέβη πραγματική πρόοδος στην παιδεία μόλις τον 18ο αιώνα:
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ μετὰ τὴν ῞Αλωσιν οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ λειτουργῇ τὸ ἑλληνικὸν Πατριαρχικὸν σχολεῖον, ἡ Πατριαρχικὴ ᾽Ακαδημία , ὅπως ὠνομάζετο, ἡ ὁποία δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς συνέχεια τοῦ Πανδιδακτηρίου καὶ τοῦ περιφήμου Πανεπιστημίου τῆς Μαγναύρας.᾽Αλλ’ εἰς τὸ σχολεῖον τοῦτο δὲν εἰσέδυσε τὸ φῶς τῆς νεωτέρας ἐπιστήμης καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πολὺ ἔμεινε καθυστερημένον, διότι δὲν κατώρθωσε νὰ παρακολουθήσῃ τὴν κίνησιν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶχεν ἀναπτυχθῆ πολὺ εἰς τὰ γράμματα καὶ τὰς ἐπιστήμας. ῾Η παιδεία ἀφ’ ἑτέρου περιωρίσθη μόνον εἰς τὸν κλῆρον καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, σχολεῖα δὲ ἑκτὸς τῆς ᾽Ακαδημίας διετηροῦντο μόνον μακρὰν τοῦ βλέμματος τῆς ἀρχῆς, εἰς μοναστήρια ἢ εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ἐκκλησιῶν. Αὐτὰ εἶναι τὰ περίφημα κρυφὰ σχολεῖα , τὰ ὁποῖα δὲν διεκρίθησαν βεβαίως διὰ τὸν πλοῦτον τῶν γνώσεων, ἀλλὰ ἐξυπηρέτησαν ἀξιόλογα τὸ ἔθνος, διότι διετήρησαν ἄσβεστον τὸ μῖσος κατὰ τοῦ τυράννου καὶ ἐδίδαξαν εἰς τοὺς μικροὺς ἑλληνόπαιδας τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἱστορίαν των.
Πραγματικὴ πρόοδος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ἔγινε κυρίως τὸν 18ον αἰῶνα. Κατ’ αὐτὸν ἡ παιδεία ἤρχισε νὰ γίνεται κοσμικοτέρα, δηλαδὴ νὰ περιλαμβάνῃ χρησίμους διὰ τὴν ζωὴν γνώσεις, διότι ἡ τάξις τῶν ἐμπόρων ἐζήτει πρακτικωτέραν μόρφωσιν. Διὰ τοῦτο ἐδημιουργήθησαν σχολεῖα εἰς πολλὰ μέρη. Περὶ τὸ τέλος τοῦ 17ου αἰῶνος ἀνεκαινίσθη ἡ Πατριαρχικὴ Σχολὴ τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία, διατελοῦσα ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ κλήρου, ἀπέκτησε μεγάλην ὑπόληψιν καὶ κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτῆς ἱδρύθησαν τὸν 18ον αἰῶνα σχολεῖα εἰς Πάτμον, Ἰωάννινα, Λάρισαν, Θεσσαλονίκην, Τύρναβον, ᾽Αδριανούπολιν κ.ἀ.
Το 1966, το σχολικό βιβλίο της Γ΄ Γυμνασίου «Ο Ελληνισμός μέχρι του 17ου αιώνος». Ιστορία των νεωτέρων και των νεωτάτων χρόνων, των Α. Ματαράση και Σ. Παπασταματίου (1966), στις σελίδες 71 – 73, αναφέρει πως υπάρχει σαφή απαγόρευση, και μάλιστα με «μίσος» έναντι του Ελληνισμού, από την κεντρική ηγεσία των Τούρκων, της εκπαίδευσης των Ελλήνων για 100 και πλέον χρόνια από την υποδούλωσή τους, ως την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.
Αναφέρει επίσης πως εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν διδάσκαλοι και πως τα σχολεία ήταν κρυφά, με αποτέλεσμα το πνευματικό σκότος και την αμάθεια των Ελλήνων. Πιο γενικά, το βιβλίο αναφέρει πως όταν οι Τούρκοι απαγόρευαν την εκπαίδευση, τα κελιά των μοναστηριών και οι νάρθηκες των ναών μεταβάλλονταν σε κρυφά σχολεία, όπου οι νέοι διδάσκονταν και παράλληλα τροφοδοτούνταν με την ελπίδα της «Αναστάσεως του Γένους» και τη «Μεγάλη Ιδέα».
῞Οταν ἡ ἑλληνικὴ ἐκπαίδευσις ἀπηγορεύετο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὰ κελλιὰ τῶν μοναστηρίων καὶ οἱ νάρθηκες τῶν ναῶν εἶχον μεταβληθῆ εἰς κρυφὰ σχολεῖα, ὅπου οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς ἀνέλαβον τὴν διδασκαλίαν τῶν νέων καὶ τοὺς ἐτροφοδότουν τὴν ἐλπίδα τῆς ᾽Αναστάσεως τοῦ Γένους μὲ τὴν Μεγάλην ᾽Ιδέαν.
Εἰς τὴν κατεχομένην ῾Ελλάδα, ἕνεκα τοῦ μίσους τῶν πρώτων σουλτάνων ἀπέναντι τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ λόγῳ τῆς φυγῆς εἰς τὴν Εὐρώπην πολλῶν μορφωμένων, ἐπικρατεῖ πνευματικὸν σκότος καὶ ἀμάθεια. ᾽Επὶ 100 καὶ πλέον χρόνια ἀπηγορεύετο εἰς τοὺς ραγιάδες νὰ ἐκπαιδεύσουν τὰ τέκνα των˙ διδάσκαλοι δὲν ὑπῆρχον καὶ τὰ σχολεῖα ἦσαν κρυφά.
῾Η ἀνάπτυξις τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων ἀρχίζει μὲ τὰς ἐλευθερίας ποὺ παρεχωρήθησαν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Σουλεϊμὰν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς.
Το 1967, το σχολικό βιβλίο της Α΄ Λυκείου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Βασίλειου Ε. Πετρούνια (1967), αναφέρει ότι οι υπόδουλοι στερήθηκαν επί 200 χρόνια την εκπαίδευση, ενώ από τον ΙΖ’ (17ο) αιώνα η επιεικέστερη πολιτική των Τούρκων και η οικονομική ακμή της Ελληνικής κοινότητας στη Βενετία επέτρεψαν την ίδρυση σχολών σε διάφορες πόλεις των υπόδουλων ελληνικών χωρών:
Εἰς τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, τὴν κατεχομένην ὑπὸ τῶν Τούρκων, αἱ φοβεραὶ ἀνωμαλίαι καὶ καταστροφαὶ τῆς ΙΕ΄ καὶ ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος δὲν ἐπέτρεψαν τὴν ἵδρυσιν σχολείων, ὥστε οἱ ὑπόδουλοι ἐστερήθησαν ἐπὶ 200 περίπου ἔτη πάσης παιδεύσεως. Περὶ τὰ τέλη τῆς ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος ὁ Πατριἀρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Β΄ συνιστᾷ εἰς τὴν Σύνοδον τοῦ 1593 νὰ μεριμνήσωσιν οἱ Ἐπίσκοποι διὰ τὴν ἵδρυσιν σχολείων εἰς τὰς περιφερείας των. Διδάσκαλοι ὅμως δὲν ὑπῆρχον, οἱ δὲ κληρικοὶ, τῶν κατωτέρων ἱερατικῶν βαθμῶν μάλιστα, ἦσαν καὶ αὐτοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπαίδευτοι.
Ἀλλὰ ἀπὸ τῆς ΙΖ΄ ἑκατονταετηρίδος τὰ πράγματα μετεβλήθησαν. Ἐπιεικεστέρα κάπως πολιτικὴ τῶν Τούρκων καὶ οἰκονομικὴ ἀκμὴ τῆς ἐν Ἑνετίᾳ Ἑλληνικῆς Κοινότητος ἐπέτρεψαν τὴν ἵδρυσιν σχολῶν εἰς διαφόρους πόλεις τῶν ὑποδούλων ἐλληνικῶν χωρῶν.
…
Πλησίον τῶν ἐκκλησιῶν εἰς τὰ χωρία καὶ τὰς κωμοπόλεις, ἢ τῶν μητροπολιτικῶν μεγάρων εἰς τὰς πόλεις, ἐλειτούργουν σχολεῖα, μικρὰ ἢ μεγάλα. Ἐδιδάσκετο συνήθως εἰς αὐτὰ ἡ Ὀκτώηχος, ὁ Απόστολος, τὸ Ψαλτήριον καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἱερὰ βιβλία. Ὅπου δὲν ἐλειτούργουν σχολεῖα οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ μοναχοὶ ἐκάλουν τοὺς ἑλληνόπαιδας εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν καὶ τοὺς ἐδίδασκον τὰ πρῶτα γράμματα.
Το 1969, το σχολικό βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού «Αι πνευματικαί δυνάμεις του Ελληνισμού». Ελληνική Ιστορία των νεωτέρων χρόνων, του Κων/νου Σακκαδάκη (1969), αναφέρει ότι επί δύο αιώνες από την Άλωση οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν σχολεία στους Έλληνες και πως είχε επέλθει σκότος αμάθειας από τα σχολεία που έκλεισαν και τους λίγους εγγράμματους που απέμειναν από την καταδίωξη ή φυγή των πνευματικών ανθρώπων κατά τους πρώτους χρόνους από την υποδούλωση.
Αναφέρει επίσης πως οι Έλληνες έστελναν κρυφά τα παιδιά τους σε ιερείς, μοναχούς ή και «λαϊκούς εγγράμματους» για να διδαχθούν, πως συνήθως πήγαιναν στα κρυφά σχολεία τη νύχτα και γίνεται σύνδεση με το δημοτικό τραγούδι «φεγγαράκι μου λαμπρό». Αποδίδεται με έμφαση, πέραν της διδαχής των γραμμάτων στα κρυφά σχολεία, η καλλιέργεια της αγάπης για τη θρησκεία, την πατρίδα και την ελευθερία και η τόνωση του θάρρους και της ελπίδας. Μαζί με τους Διδάσκαλους του Γένους αναφέρεται πως τα κρυφά σχολεία είχαν τον ρόλο της διατήρησης της εθνικής συνείδησης, της χριστιανικής πίστης και της φλόγας και του πόθου για εθνική ελευθερία.
Τὰ κρυφὰ σχολεῖα . Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πὸλεως οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ σπουδαιότεροι λόγιοι κατεδιώχθησαν, ἐφόνεύθησαν ἤ ἔφυγον πρὸς τὸ ἐξωτερικὸν. Τὰ σχολεῖα ἔκλεισαν καὶ αἱ βιβλιοθῆκαι κατεστράφησαν. Τὸ σκότος τῆς δουλείας καὶ τῆς ἀμαθείας ἐκάλυψε τὴν χώραν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς σοφίας.
Ἔπὶ δύο αἰῶνας οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπον εἰς τοὺς Ἕλληνας νὰ ἔχουν σχολεῖα. Τὰ γράμματα ἔμειναν ὀπίσω. Μορφωμένοι πλέον ἐθεωροῦντο οἱ ὀλίγοι κληρικοί. Οἱ Τοῦρκοι ἤλπιζον, ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Ἕλληνες θὰ ἐλησμόνουν τὴν καταγωγήν των, τὴν ἐθνικότητα καὶ τὴν ἱστορίαν των. Ὅτι τελικῶς θὰ ἐξισλαμίζοντο καὶ θὰ ἀφωμοιοῦντο μὲ αὐτούς.
Οἱ Ἕλληνες ὅμως ἐγνώριζον τὴ ν ἀξίαν τῶν γραμμάτων, Ἔστελλον λοιπὸν κρυφίως τὰ τέκνα των εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς ἤ εἰς μερικοὺς λαϊκοὺς ἐγγραμμάτους, διὰ νὰ μάθουν ὀλίγα γράμματα. Τὰ μικρὰ Ἑλληνόπουλα ἐπὴγαιναν συνήθως κατὰ τὰς μακράς νύκτας τοῦ χειμῶνος εἰς τὰ κρυφὰ σχολεῖα των. Τοῦτο μαρτυρεῖ καὶ τὸ γνωστὸν δημοτικὸν τραγούδι :
Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου νὰ περπατῶ,
νὰ πηγαίνω στὸ σχολειό…
Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ «φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ», εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμάνθανον ὀλίγην ἀνάγνωσιν καὶ γραφήν, ὀλίγην ἀριθμητικὴν καὶ πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια. Πρὸ παντὸς ὅμως οἱ πρόχειροι ἐκεῖνοι διδάσκαλοι ἤθελαν νὰ καλλιεργήσουν εἰς τὰς ψυχάς τῶν μικρῶν ἑλληνοπαίδων τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν θρησκείαν, τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερίαν. Ἤθελον νὰ τονώσουν τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα των :
– Μὴ σκιάζεστε στὰ σκὁτη ! Ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρῃ…
Περίληψις . Τὰ κρυφὰ σχολεῖα καὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους διετήρησαν ἀναλλοίωτον τὴν ἐθνικὴν συνείδησιν καὶ τὴν χριστιανικὴν πίστιν τῶν ὑποδούλων Ἑλλὴνων, ἐκράτησαν δέ ἄσβεστον τὴν φλόγα καὶ τὸν πόθον τῆς ἐθνικῆς μας ἐλευθερίας.
Το 1974, το σχολικό βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού «Η Παιδεία την εποχή της Τουρκοκρατίας». Ιστορία των νεωτέρων χρόνων, του Γ. Καφεντζή (1974), στις σελίδες 20 – 21, αναφέρει ότι μόλις κυρίευσαν την Ελλάδα οι Τούρκοι έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και απαγόρευσαν στους Έλληνες να μαθαίνουν γράμματα, ενώ αφού πέρασαν οι δυο πρώτοι αιώνες σκλαβιάς, επιφανείς και πλούσιοι Έλληνες κατόρθωσαν να πείσουν με υποσχέσεις και με χρήματα το Σουλτάνο να επιτρέψει την ίδρυση μερικών σχολείων.
Τα κρυφά σχολειά περιγράφονται να λειτουργούν κατά τη νύχτα, με φόβο, και να διδάσκουν στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας και της εθνικής ιστορίας των Ελλήνων. Σε αυτά αποδίδεται πρώτιστα (αναφέρονται χωριστά, πριν τους μεγάλους διδάσκαλους του Γένους) μεγάλη υπηρεσία προς το Ελληνικό Γένος.
α) Τὰ κρυφά σχολειά. Μόλις κυρίευσαν τὴν ῾Ελλάδα οἱ Τοῦρκοι, ἔκλεισαν τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα καὶ ἀπαγόρευσαν στοὺς ῞Ελληνες νὰ μαθαίνουν γράμματα. Πίστευαν ὅτι οἱ ῞Ελληνες μὲ τὸν καιρὸ θὰ λησμονοῦσαν τὴ γλώσσα τους καὶ τὴν ἱστορία τους καὶ σιγὰ σιγὰ θὰ γίνονταν Μωαμεθανοί. Γι’ αὐτὸ καταδίωκαν καὶ τιμωροῦσαν πολὺ αὐστηρὰ ὅσους ἀνακάλυπταν νὰ μαθαίνουν γράμματα. Ὅμως οὔτε οἱ ἀπαγορεύσεις, οὔτε ὁ κίνδυνος τῆς σκληρῆς τιμωρίας μπόρεσαν νά σβήσουν τὴ δίψα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Στὶς ἐκκλησίες καὶ στὰ Μοναστήρια εὐλαβεῖς καὶ θαρραλέοι μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς μάζευαν κρυφὰ τὶς νύχτες τὰ παιδιὰ τῶν σκλάβων καὶ κάτω ἀπὸ τὸ ἀδύνατο φῶς τοῦ καντηλιοῦ τὰ μάθαιναν τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴ γραφὴ καὶ τὰ πρῶτα στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τῆς ᾽Εθνικῆς Ἱστορίας. Τὰ σχολειὰ αὐτὰ ὀνομάστηκαν κρυφὰ σχολειὰ καὶ πρόσφεραν μεγάλη ὑπηρεσία στὸ Γένος, γιατὶ βοήθησαν νὰ διατηρηθῆ ἄσβεστη ἡ χριστιανικὴ πίστη στὶς καρδιές τῶν σκλαβωμένων ῾Ελλήνων στοὺς δύο πρώτους σκοτεινοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας.
β) Οἱ διάφορες ἑλληνικὲς σχολές . Ἀφοῦ πέρασαν οἱ δύο πρῶτοι αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, διάφοροι ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιοι Ἕλληνες κατόρθωσαν νὰ πείσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ χρήματα τὸ Σουλτάνο νὰ ἐπιστρέψη τὴν ἵδρυση μερικῶν σχολείων. Τότε μερικές κοινὸτητες ἵδρυσαν μὲ κοινοτικὰ χρήματα σχολεῖα. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὸν καιρό προόδευσαν πολὺ καὶ ἔγιναν περίφημες σχολὲς ἑλληνοχριστιανικῆς Παιδείας. Τέτοιες σχολές ἦσαν τῆς Χίου, τῆς Δημητσιάνας, τῆς Πάτμου, τῆς Λάρισσας, τῆς Ἀδριανούπολης, τοῦ Τυρνάβου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν Ἰωαννίνων καὶ ἡ περίφημη Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης καὶ ἡ Ἀθωνιάδα Σχολὴ.
Το 1977, βιβλίο του τότε εξατάξιου Γυμνασίου αναφέρει το “κρυφό σχολείο” ως μύθο που δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, αλλά και ότι η πραγματική πρόοδος της ελληνικής παιδείας συμβαίνει μετά τον 18ο αιώνα. Έκδοση της Αποστολικής Διακονίας για το Κρυφό Σχολειό, αναφέρει ότι με παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος, ο από το 1977 υπουργός Παιδείας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έδωσε εντολή που αναφέρεται σε έγγραφο των Τµηµάτων Δηµοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφηµερίδα της 21.5.1978, ώστε από τα υπό εκτύπωση τότε νέα σχολικά βιβλία να απαλειφθεί η φράση: «Σύµφωνα µε τα τελευταία πορίσµατα της ιστορικής επιστήµης το Κρυφό Σχολειό είναι ένας µύθος και δεν υπήρξε στην πραγµατικότητα», από τη σελίδα 173 της υπό εκτύπωσης «Ιστορίας» της Γ’ Λυκείου.
Στα βιβλία που διδάσκονται από το 1997 αναφέρεται ότι στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς σκοτάδι αμάθειας σκέπασε τον ελληνισμό, ότι οι δάσκαλοι έφυγαν για τη Δύση, ενώ ο σκλαβωμένος λαός έμεινε χωρίς δασκάλους και σχολεία, ενώ το κρυφό σχολειό αναφέρεται ως θρύλος:
Οι δυσκολίες για μόρφωση στα χρόνια της σκλαβιάς τροφοδότησαν το θρύλο για το κρυφό σχολειό.
Το 2006-2007, το εγχειρίδιο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού, παραλείπε κάθε αναφορά στο κρυφό σχολειό. Το βιβλίο έκανε λόγο για ελεύθερη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά από ένταση που προκλήθηκε για το περιεχόμενό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2007 αποφασίστηκε η απόσυρσή του από τη διδασκαλία.
Εκτιμάται ότι αυτό το βιβλίο προσπάθησε να παρουσιάσει τους Οθωμανούς ως πολιτισμένους και καλλιεργημένους και ότι ήταν μέρος μιας κυβερνητικής πολιτικής προσέγγισης προς την Τουρκία, καθώς και προσπάθειας “εκ των άνω” κατασκευής μιας νέας Ελληνικής εθνικής ταυτότητας μέσω της μαζικής εκπαίδευσης.