Ο άνθρωπος που συνδέθηκε με τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της, ο αστείρευτος μουσικοσυνθέτης, ο σπουδαίος διανοούμενος και ακατάβλητος αγωνιστής, Μίκης Θεοδωράκης «έφυγε» σε ηλικία 96 ετών για τη συνοικία των αγγέλων αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη παρακαταθήκη.
Μετά την θλιβερή είδηση, επανακυκλοφόρησε στο διαδίκτυο η φωτογραφία από το μακρινό 1974, με τους τέσσερις θρύλους της χώρας μας, τους Γιάννη Ρίτσο, Οδυσσέα Ελύτη, Μίκη Θεοδωράκη και Μάνο Κατράκη.
Οι τέσσερις σπουδαίοι άνδρες συναντήθηκαν το 1974 στην Εθνική Λυρική Σκηνή για την παρουσίαση του «Αξιον Εστί».
Όπως είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, σχετικά με τον “Άξιον Εστί” στο στρατόπεδο του Ωρωπού, το 1970:
«Το “Άξιον Εστί” του Ελύτη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ ο βαθύτατος ελλαδισμός του το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του, τόσο σαν μιας συγκεκριμένης ιστορικής αξίας, όσο και μιας ηθικής στάσης και παρουσίας. Φυσικά, τόσο οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου, όσο και η φόρμα του γενικά, οδηγούσαν αυτονόητα στην αναζήτηση μιας καινούριας μουσικής μορφής.
Το έργο διατρέχει ολόκληρη την ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους. Από την γένεση “αυτού του κόσμου, του μικρού, του μέγα” ως την προφητική ενόραση των δεινών, που συσσώρευσε πάνω μας η σημερινή δικτατορία…»
Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τους μεγάλους ποιητές, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσο, Τάσο Λειβαδίτη, Μανώλη Αναγνωστάκη, ήδη από το 1958 δημιουργώντας ένα νέο μουσικό είδος, το έντεχνο – λαϊκό τραγούδι, που έγινε ζωογόνο ποτάμι για τους Έλληνες τις πιο σκοτεινές ώρες.
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε πει στον Μίκη για την μελοποίηση του Επιτάφιου, που ήταν και το πρώτο έργο που παρουσίασε ο συνθέτης μετά την επιστροφή του από το Παρίσι:
«Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».